- λιβέλλους
- λίβελλοςlibellusmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιβελλογράφος — ο, η αυτός που γράφει λιβέλλους, δυσφημιστικά και υβριστικά δημοσιεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβελλος + γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
λιβελλογραφώ — έω γράφω λιβέλλους, είμαι λιβελλογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Θ. Γ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek